γεωχημικός

γεωχημικός
ο, η
επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωχημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεωχημικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωχημεία 2. το αρσ. ως ουσ. επιστήμονας ειδικός στη γεωχημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”